Abstract
Τα αποτελέσματα της κλιματικής αλλαγής είναι πλέον εμφανή παντού, και έχουν αυξήσει την περιβαλλοντική συνείδηση των πολιτών αλλά και των οργανώσεων που δραστηριοποιούνται σχετικά με αυτό. Έτσι, για τις επιχειρήσεις ειδικότερα, το περιβάλλον αποτελεί σοβαρή στρατηγική παράμετρο που επεκτείνεται πέρα από «φιλανθρωπικές» δράσεις στα πλαίσια της Εταιρικής Κοινωνικής Ευθύνης ή ακόμα και επικοινωνιακών δράσεων για την περαιτέρω ανάπτυξη του «οικο-καταναλωτισμού». Εφ' όσον κάθε (πραγματική) περιβαλλοντική επιχειρηματική στρατηγική σχετίζεται με τη χρήση (και κατάχρηση) των φυσικών πόρων, είναι λογικό να αφορά άμεσα τις παραγωγικές δραστηριότητες των επιχειρήσεων και τις οργανωσιακές οντότητες που είναι υπεύθυνες για τη διαχείρισή τους. Προς αυτήν την κατεύθυνση, εδώ και μια δεκαετία περίπου, η «εισαγωγή» της περιβαλλοντικής παραμέτρου στο ευρύτερο πλαίσιο του περιεχομένου και της διαδικασίας της στρατηγικής παραγωγής (manufacturing/operations strategy) απασχολεί όχι μόνο την ερευνητική κοινότητα, αλλά και τον πραγματικό κόσμο των οργανώσεων με παραγωγική δραστηριότητα. Η συζήτηση στρέφεται στην ενσωμάτωση των περιβαλλοντικών απαιτήσεων ως στόχων συμμόρφωσης ή/και ως προκλήσεων για καινοτόμο στρατηγική δράση σε δύο διαφορετικά κατευθύνσεις: ως περιορισμό ή διεύρυνση των χαρακτηριστικών των γενικών στόχων απόδοσης (κόστος, ευελιξία, ποιότητα, ταχύτητα, αξιοπιστία στην παράδοση με την περιβαλλοντική συνισταμένη), είτε ως συγκρότηση ιδιαίτερου/ξεχωριστού στόχου απόδοσης (κόστος, ευελιξία, ποιότητα, ταχύτητα, αξιοπιστία στην παράδοση και περιβάλλον), με διαφορετικές δράσεις για την κάθε περίπτωση. Σε αυτό το νεότευκτο ερευνητικό πεδίο, είναι λογικό οι ερευνητικές δραστηριότητες μέχρι στιγμής να αφορούν σε κατηγοριοποιήσεις και εννοιολογικά πλαίσια. Επιπλέον, παρατηρείται ενδιαφέρον για την εισαγωγή της περιβαλλοντικής παραμέτρου σε γνωστά και «δουλεμένα» πλαίσια στρατηγικής παραγωγής στα οποία το λειτουργικό σύστημα θεωρείται λίγο-πολύ σταθερό και συζητούνται μόνον «περιβαλλοντικές» βελτιώσεις. Οι περισσότερες από αυτές τις «συντηρητικές» βελτιώσεις έχουν ως βάση τη διαχείριση της ποιότητας και τα σχετικά με αυτή πρότυπα (ISO 14000). Όμως, μια στρατηγική προσέγγιση στην περιβαλλοντική διαχείριση της παραγωγής/λειτουργιών απαιτεί την υιοθέτηση και έκφραση μιας ευρύτερης άποψης για το περιβάλλον και την αειφορία, στα πλαίσια της οποίας οι επιχειρήσεις επιλέγουν συγκεκριμένες στρατηγικές. Οι επιλογές αυτές πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τις ιδιαίτερες ικανότητες της επιχείρησης σε σχέση με το ευρύτερο θεσμικό περιβάλλον μέσα στο οποίο λειτουργεί. Επομένως είναι απαραίτητο να τοποθετηθεί η ανάλυση σε ένα πλαίσιο θεώρησης ευρύτερο ώστε να ειδωθεί η λειτουργία των επιχειρήσεων στο θεσμικό πλαίσιο στο οποίο λειτουργούν. Αυτό συνεπάγεται και την εξέταση κάποιων παραδοχών οι οποίες συνήθως θεωρούνται δεδομένες σε αναλύσεις που εστιάζουν αποκλειστικά στο μίκρο επίπεδο της εφοδιαστικής αλυσίδας. Αυτές αφορούν τις αντιλήψεις, τις τάσεις και τις διαδικασίες στις οποίες συμμετέχουν όλοι οι εμπλεκόμενοι στην εφοδιαστική αλυσίδα τόσο στο κομμάτι της παραγωγής όσο και αυτό της κατανάλωσης. Μία τέτοια κοινωνικο-τεχνική θεώρηση - πλαίσιο περικλείει τόσο την πλευρά της τεχνολογίας όσο και την πλευρά της ζήτησης - κοινωνικών τάσεων διευρύνοντας ουσιαστικά τον κύκλο των άμεσα εμπλεκομένων. Υιοθετώντας αυτή τη θεώρηση, επιχειρείται μία ανάλυση με παραδοχές που αντικατοπτρίζουν το παρόν βιομηχανικό σύστημα όσο και να διατυπωθούν νέες παραδοχές στη διατριβή, για μία διαφορετική διαμόρφωση του. Η υπόθεση που γίνεται είναι ότι το σύστημα στο μάκρο επίπεδο εξελίσσεται και είναι δυνατό να μεταβεί σε μία νέα κατάσταση στην οποία το θεσμικό περιβάλλον θα επιτρέπει την επιλογή νέων στρατηγικών. Αντίστοιχα, στο μίκρο επίπεδο οι στρατηγικές των επιχειρήσεων θα έχουν αλλάξει, ώστε να επιβιώσουν μέσα σε μία τέτοια εξελικτική διαδικασία, προς την κατεύθυνση στρατηγικών που μειώνουν τον περιβαλλοντικό αντίκτυπο των επιχειρήσεων. Η διατριβή αυτή στοχεύει στη διερεύνηση των συνθηκών επιλογής (ή/και αλλαγής) περιβαλλοντικής στρατηγικής στα πλαίσια της στρατηγικής παραγωγής ακολουθώντας μια θεσμο-εξελικτική (evolutionary institutional) προσέγγιση. Πιο συγκεκριμένα, με την υιοθέτηση της θεωρίας των πόρων και των ικανοτήτων και με τη χρήση μοντέλων συστημικής δυναμικής (system dynamics) επιδιώκεται η μελέτη των εσωτερικών συνθηκών των επιχειρήσεων σε βάθος (αλληλεπιδράσεις αποφάσεων και μικρο-δραστηριοτήτων) που συντελούν στην υιοθέτηση συγκεκριμένων λογικών περιβαλλοντικής στρατηγικής στην παραγωγή, ως ανταπόκριση σε μεταβαλλόμενα θεσμικά περιβάλλοντα (institutional arrangements), τα οποία στις κοινωνικο-τεχνικές προσεγγίσεις λειτουργούν ως περιβάλλοντα επιλογής (selection environments) στην εξελικτική διαδικασία.
Talk to us
Join us for a 30 min session where you can share your feedback and ask us any queries you have
Disclaimer: All third-party content on this website/platform is and will remain the property of their respective owners and is provided on "as is" basis without any warranties, express or implied. Use of third-party content does not indicate any affiliation, sponsorship with or endorsement by them. Any references to third-party content is to identify the corresponding services and shall be considered fair use under The CopyrightLaw.