Abstract

Είναι γενικώς παραδεκτό ότι η «ζήτηση» για ενέργεια αυξάνεται με ταχύτατους ρυθμούς παγκοσμίως. Οι ενεργειακές ανάγκες καλύπτονται κυρίως από αποθέματα ορυκτών καυσίμων, η χρήση των οποίων όμως επιβαρύνει σημαντικά το περιβάλλον, καθώς τα εκπεμπόμενα από την καύση τους αέρια περιέχουν ρύπους (λ.χ. NOx) καθώς και ενώσεις υπεύθυνες για το φαινόμενο του θερμοκηπίου (greenhouse effect), με αναφορά κυρίως στο CO2. Επιπλέον, καθώς τα αποθέματα ορυκτών καυσίμων εξαντλούνται, το κόστος τους γίνεται ολοένα και μεγαλύτερο. Απαιτείται λοιπόν μία αποτελεσματική ενεργειακή πολιτική, προσανατολισμένη σε εναλλακτικά καύσιμα, όπως το υδρογόνο, με απώτερο σκοπό την ευρύτερη χρήση αποδοτικών και φιλικών προς το περιβάλλον συστημάτων παραγωγής ενέργειας, όπως είναι οι κυψέλες καυσίμου. Μία κυψέλη καυσίμου είναι μία ηλεκτροχημική διάταξη, η οποία μετατρέπει την χημική ενέργεια ενός καυσίμου (όπως φυσικό αέριο, υδρογόνο, μεθανόλη) απευθείας σε ηλεκτρική ενέργεια, με υψηλό βαθμό απόδοσης και με τρόπο φιλικό προς το περιβάλλον. Η υψηλή θερμοκρασιακή περιοχή λειτουργίας των κυψελών καυσίμου με στερεό ηλεκτρολύτη (SOFCs) τις καθιστά ιδιαίτερα κατάλληλες για συμπαραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας και θερμότητας. Τα συστήματα SOFC αποτελούν μία σημαντική τεχνολογία παραγωγής καθαρής ενέργειας και μπορούν να χρησιμοποιούν διάφορους τύπου καυσίμου, όπως υδρογόνο, μεθάνιο και άλλους υδρογονάνθρακες. Παρουσιάζουν μεγαλύτερη ανοχή στις προσμίξεις των καυσίμων σε σύγκριση με τις κυψέλες καυσίμου πολυμερικής μεμβράνης (PEM), εξαιτίας της υψηλής θερμοκρασίας λειτουργίας τους, η οποία μολονότι επιταχύνει τις αντιδράσεις στα ηλεκτρόδια, ευνοεί επίσης μη επιθυμητές αντιδράσεις υπεύθυνες για την υποβάθμιση των υλικών του συστήματος. Παρά τις εντατικές έρευνες που έχουν γίνει στην περιοχή των SOFC την τελευταία δεκαετία, η ανάπτυξη νέων υλικών για χρήση σε αυτό τον τύπο κυψελών καυσίμου αποτελεί ακόμη και σήμερα ένα τεχνολογικό πρόβλημα που η λύση του θα συμβάλει στην ταχύτερη διείσδυση της τεχνολογίας αυτής στην αγορά. Περοβσκιτικά οξείδια που αντιστοιχούν στο γενικό τύπο La1-x-ySrxCozFe1-zO3-δ και περιέχουν σίδηρο (LSF) ή/και κοβάλτιο (LSCF) στα B-κέντρα, έχουν προσελκύσει το ενδιαφέρον των ερευνητών για εφαρμογή τους σε SOFC ενδιαμέσων θερμοκρασιών (600-800°C), καθώς σε αυτές τις θερμοκρασίες λειτουργίας εμφανίζουν υψηλότερη ηλεκτροκαταλυτική ενεργότητα από το state-of-the-art υλικό καθόδου La1-xSrxMnO3-δ (LSM) για την αντίδραση αναγωγής οξυγόνου, κυρίως επειδή είναι μικτοί (ηλεκτρονικοί και ιοντικοί) αγωγοί. Όμως, οι συντελεστές θερμικής διαστολής των υλικών αυτών διαφέρουν από εκείνο της σταθεροποιημένης με οξείδιο του υττρίου ζιρκονίας ZrO2(Y2O3) (ή YSZ), το στερεό ηλεκτρολύτη που συνήθως χρησιμοποιείται στα SOFCs, ενώ, επιπλέον, σε υψηλές θερμοκρασίες λειτουργίας, τα περοβσκιτικά αυτά οξείδια αντιδρούν χημικά με την YSZ με αποτέλεσμα το σχηματισμό διεπιφάνειας προϊόντων μικρής αγωγιμότητας. Για την επίλυση των προβλημάτων αυτών, χρησιμοποιείται μεταξύ καθόδου (LSCF ή LSF) και YSZ ένα διαχωριστικό στρώμα από ντοπαρισμένο με Gd2O3 ή Sm2O3 οξείδιο του δημητρίου CeO2 (CGO και CSO, αντίστοιχα) λαμβανομένης υπόψη της χημικής και θερμικής συμβατότητας των υλικών αυτών με τα παραπάνω περοβσκιτικά οξείδια. Σκοπός της παρούσας διατριβής είναι ο ηλεκτροχημικός χαρακτηρισμός περοβσκιτικών ηλεκτροδίων του γενικού τύπου La1-x-ySrxCozFe1-zO3-δ τα οποία μπορούν να βρουν εφαρμογή ως κάθοδοι σε SOFC ενδιαμέσων θερμοκρασιών, καθώς και η αξιολόγηση της καταλυτικής ενεργότητας των περοβσκιτικών αυτών οξειδίων για πλήρη οξείδωση CO και CH4. […]

Full Text
Paper version not known

Talk to us

Join us for a 30 min session where you can share your feedback and ask us any queries you have

Schedule a call